- πραύμητις
- πρᾱῠμητις1 gentle in counsel
τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας O. 6.42
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας O. 6.42
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] … Dictionary of Greek
πραύμητιν — πρᾱΰμητιν , πραύμητις of gentle counsel masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)